Απόσπασμα από "Η Μονή Κληρονομιά"
Ο παππούς πήρε να καταρρέει. Απόφευγε, φαίνεται, και να τρώει, για να ’χουν κάτι παραπάνω τα παιδιά. Βγήκε κι εκείνη η πούντα της Σαμοθράκης κι έγινε γερός συνδυασμός. Έγειρε σε λίγο ο τσέλιγκας. Και πρέπει να τέλειωσε με τρόπο φριχτό, μα την περιγραφή αυτή ποτέ μου δεν την έχω ακούσει. Κι όμως λίγον καιρό πιο ύστερα τα πράγματα πήραν ν’ αλλάζουν. Οι Βούλγαροι έγιναν μαλακότεροι και τέλος, μια ωραία πρωία, χάθηκαν μαζί με τους συμμάχους τους από προσώπου γης. Είχε γίνει ανακωχή κι οι εχθροί μας διασκορπίστηκαν νικημένοι. Η χήρα ανάπτυξε τότε όλη της τη δραστηριότητα. Αποδείχτηκε πως κάτω από κείνο το φακιόλι κρυβόταν πολλή τόλμη και εξυπνάδα. Πήρε πρώτα τα κορίτσια της και τα πήγε στη Σαλονίκη. Αφού τα ταχτοποίησε κοντά σε πατριώτες, κίνησε με τα πόδια για την απελευθερωμένη πατρίδα. Φτάνοντας, βρήκε ευτυχώς, το σπίτι απείραχτο. Μια γειτόνισσα Τουρκάλα το προστάτευε. Δούλεψε εκεί για μήνες παλικαρίσια. Συμμάζεψε το σπιτικό, έκανε σοδειά, έβγαλε πουλιά και παπιά, ετοίμασε τραχανάδες, γιουφκάδες, ρετσέλια – χαμπάρι δεν είχε για τον κόσμο ούτε και την ένοιαζε. Πάει μια μέρα ένας ξάδερφός της και της λέει: «Γρήγορα, ξαδέρφη, έρχονται οι τσέτες». Δεν τον ρώτησε τίποτα. Φόρεσε τα ρούχα της τα καλά, έβαλε στις κότες νερό, έριξε μια ματιά στο στάρι και στο καλαμπόκι, που ανέβαινε ως το ταβάνι στα κάτω δωμάτια, και τράβηξε οριστικά την πόρτα. Ούτε ένα σπυρί δεν μπόρεσε να πάρει από κείνα τα αλησμόνητα πλούτη. Ήταν σπουδαία η σοδειά τη χρονιά της Καταστροφής. Έφερε το κλειδί του σπιτιού και το ’χουμε ακόμα κρεμασμένο στον τοίχο. Έζησε χρόνια και χρόνια, χωρίς να παραδεχτεί ποτέ της την εξαθλίωση.
Όπως η ηρωίδα του διηγήματος «Στου Κεμάλ το σπίτι» επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη για να δει το πατρικό της σπίτι, έτσι και η γιαγιά του συγγραφέα, μόλις πέθανε ο άντρας της, ξεκίνησε για το ταξίδι της επιστροφής της. Η γιαγιά του Ιωάννου, υπήρξε σαφώς πιο τολμηρή μιας και πραγματοποίησε το ταξίδι της επιστροφής με τα πόδια, εκφράζοντας έτσι την ένταση της επιθυμίας που ένιωθε να επιστρέψει στο σπίτι της. Σημαντική είναι επίσης η αναφορά ότι μια Τουρκάλα γειτόνισσα πρόσεχε το σπίτι των παππούδων του συγγραφέα όσο καιρό εκείνοι έλειπαν, κάτι που δείχνει την αρμονική συνύπαρξη των απλών ανθρώπων που δεν έδειχναν να ακολουθούν την εχθρότητα που υπήρχε ανάμεσα στα δύο γειτονικά κράτη.
Η γιαγιά του Ιωάννου είχε την τύχη να βρει το σπίτι της όπως το άφησε, χωρίς να έχει κατοικηθεί από Τούρκους, σε αντίθεση με την Τουρκάλα, η οποία βρίσκει στο δικό της οικογένεια Ελλήνων. Έτσι, ενώ η γιαγιά του συγγραφέα επανέρχεται αμέσως στις παλιές της συνήθειες, η Τουρκάλα αναγκάζεται να παραμένει στο κατώφλι του σπιτιού της, που λειτουργεί σαν όριο ανάμεσα στην επιθυμία της να μπει στο σπίτι της και στην επίγνωση πως το σπίτι αυτό ανήκει πια σε μια άλλη οικογένεια.
Κι οι δυο γυναίκες έχουν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους, και αφού βιώνουν τον πόνο της προσφυγιάς, προσπαθούν να γυρίσουν πίσω.
Ο παππούς πήρε να καταρρέει. Απόφευγε, φαίνεται, και να τρώει, για να ’χουν κάτι παραπάνω τα παιδιά. Βγήκε κι εκείνη η πούντα της Σαμοθράκης κι έγινε γερός συνδυασμός. Έγειρε σε λίγο ο τσέλιγκας. Και πρέπει να τέλειωσε με τρόπο φριχτό, μα την περιγραφή αυτή ποτέ μου δεν την έχω ακούσει. Κι όμως λίγον καιρό πιο ύστερα τα πράγματα πήραν ν’ αλλάζουν. Οι Βούλγαροι έγιναν μαλακότεροι και τέλος, μια ωραία πρωία, χάθηκαν μαζί με τους συμμάχους τους από προσώπου γης. Είχε γίνει ανακωχή κι οι εχθροί μας διασκορπίστηκαν νικημένοι. Η χήρα ανάπτυξε τότε όλη της τη δραστηριότητα. Αποδείχτηκε πως κάτω από κείνο το φακιόλι κρυβόταν πολλή τόλμη και εξυπνάδα. Πήρε πρώτα τα κορίτσια της και τα πήγε στη Σαλονίκη. Αφού τα ταχτοποίησε κοντά σε πατριώτες, κίνησε με τα πόδια για την απελευθερωμένη πατρίδα. Φτάνοντας, βρήκε ευτυχώς, το σπίτι απείραχτο. Μια γειτόνισσα Τουρκάλα το προστάτευε. Δούλεψε εκεί για μήνες παλικαρίσια. Συμμάζεψε το σπιτικό, έκανε σοδειά, έβγαλε πουλιά και παπιά, ετοίμασε τραχανάδες, γιουφκάδες, ρετσέλια – χαμπάρι δεν είχε για τον κόσμο ούτε και την ένοιαζε. Πάει μια μέρα ένας ξάδερφός της και της λέει: «Γρήγορα, ξαδέρφη, έρχονται οι τσέτες». Δεν τον ρώτησε τίποτα. Φόρεσε τα ρούχα της τα καλά, έβαλε στις κότες νερό, έριξε μια ματιά στο στάρι και στο καλαμπόκι, που ανέβαινε ως το ταβάνι στα κάτω δωμάτια, και τράβηξε οριστικά την πόρτα. Ούτε ένα σπυρί δεν μπόρεσε να πάρει από κείνα τα αλησμόνητα πλούτη. Ήταν σπουδαία η σοδειά τη χρονιά της Καταστροφής. Έφερε το κλειδί του σπιτιού και το ’χουμε ακόμα κρεμασμένο στον τοίχο. Έζησε χρόνια και χρόνια, χωρίς να παραδεχτεί ποτέ της την εξαθλίωση.
Όπως η ηρωίδα του διηγήματος «Στου Κεμάλ το σπίτι» επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη για να δει το πατρικό της σπίτι, έτσι και η γιαγιά του συγγραφέα, μόλις πέθανε ο άντρας της, ξεκίνησε για το ταξίδι της επιστροφής της. Η γιαγιά του Ιωάννου, υπήρξε σαφώς πιο τολμηρή μιας και πραγματοποίησε το ταξίδι της επιστροφής με τα πόδια, εκφράζοντας έτσι την ένταση της επιθυμίας που ένιωθε να επιστρέψει στο σπίτι της. Σημαντική είναι επίσης η αναφορά ότι μια Τουρκάλα γειτόνισσα πρόσεχε το σπίτι των παππούδων του συγγραφέα όσο καιρό εκείνοι έλειπαν, κάτι που δείχνει την αρμονική συνύπαρξη των απλών ανθρώπων που δεν έδειχναν να ακολουθούν την εχθρότητα που υπήρχε ανάμεσα στα δύο γειτονικά κράτη.
Η γιαγιά του Ιωάννου είχε την τύχη να βρει το σπίτι της όπως το άφησε, χωρίς να έχει κατοικηθεί από Τούρκους, σε αντίθεση με την Τουρκάλα, η οποία βρίσκει στο δικό της οικογένεια Ελλήνων. Έτσι, ενώ η γιαγιά του συγγραφέα επανέρχεται αμέσως στις παλιές της συνήθειες, η Τουρκάλα αναγκάζεται να παραμένει στο κατώφλι του σπιτιού της, που λειτουργεί σαν όριο ανάμεσα στην επιθυμία της να μπει στο σπίτι της και στην επίγνωση πως το σπίτι αυτό ανήκει πια σε μια άλλη οικογένεια.
Κι οι δυο γυναίκες έχουν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους, και αφού βιώνουν τον πόνο της προσφυγιάς, προσπαθούν να γυρίσουν πίσω.
Comments
Post a Comment